Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σουσουδισμός οι σουσουδισμοί
      γενική του σουσουδισμού των σουσουδισμών
    αιτιατική τον σουσουδισμό τους σουσουδισμούς
     κλητική σουσουδισμέ σουσουδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουσουδισμός < σουσουδίζω + -ισμός < γαλλική chouchou < chou

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σουσουδισμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία