Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σουσάφωνο τα σουσάφωνα
      γενική του σουσάφωνου
σουσαφώνου
των σουσάφωνων
σουσαφώνων
    αιτιατική το σουσάφωνο τα σουσάφωνα
     κλητική σουσάφωνο σουσάφωνα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουσάφωνοσουζάφωνο) < αγγλική sousaphone < από το όνομα του John Philip Sousa (Τζων Φίλιπ Σούσα) + -phone

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σουσάφωνο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία