σουσάφωνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σουσάφωνο | τα | σουσάφωνα |
γενική | του | σουσάφωνου & σουσαφώνου |
των | σουσάφωνων & σουσαφώνων |
αιτιατική | το | σουσάφωνο | τα | σουσάφωνα |
κλητική | σουσάφωνο | σουσάφωνα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σουσάφωνο (ή σουζάφωνο) < αγγλική sousaphone < από το όνομα του John Philip Sousa (Τζων Φίλιπ Σούσα) + -phone
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουσάφωνο ουδέτερο
- (μουσικό όργανο) πνευστό μουσικό όργανο, είδος τούμπας
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Sousaphone στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια
- John Philip Sousa στην αγγλόφωνη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σουσάφωνο