σουρτούκεμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σουρτούκεμα < σουρτουκε(ύω) + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
σουρτούκεμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουρτουκεύω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σουρτούκης
Μεταφράσεις επεξεργασία
σουρτούκεμα
|