Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουρτουκεύω < σουρτούκ(ης) + -εύω

  Ρήμα επεξεργασία

σουρτουκεύω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία