Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σορτάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
σοτάρισμα
,
σουτάρισμα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σορτάρισμα
τα
σορταρίσμα
τ
α
γενική
του
σορταρίσμα
τ
ος
των
σορταρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
σορτάρισμα
τα
σορταρίσμα
τ
α
κλητική
σορτάρισμα
σορταρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σορτάρισμα
<
αγγλική
shorting
+
-άρισμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σορτάρισμα
ουδέτερο
(
οικονομία
) (
νεολογισμός
) η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
σορτάρω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Ανοιχτή πώληση
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σορτάρισμα
αγγλικά
:
shorting
(en)