σορτάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασορτάρω
- (νεολογισμός): εισάγω ή εξάγω, προσθέτω ή αφαιρώ, διευθετώ ή κατανέμω κάτι, πάντα όμως σε μικροποσότητες
- πουλώ αξιόγραφα που δεν βρίσκονται στην κατοχή μου, ή βρίσκονται χωρίς όμως δικαίωμα πώλησης.
- ταξινομώ
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σορτάρω
|