Ετυμολογία

επεξεργασία
σορτάρω < αγγλική sorting > sort + -άρω
σορτάρω < αγγλική shorting > short + -άρω

σορτάρω

  1. (νεολογισμός): εισάγω ή εξάγω, προσθέτω ή αφαιρώ, διευθετώ ή κατανέμω κάτι, πάντα όμως σε μικροποσότητες
  2. πουλώ αξιόγραφα που δεν βρίσκονται στην κατοχή μου, ή βρίσκονται χωρίς όμως δικαίωμα πώλησης.
  3. ταξινομώ

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία