σοτάρισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σοτάρισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σοτάρω
- τσιγαρίζω λιπαρή ουσία γύρω από τρόφιμο (λίγη ώστε να σχηματιστεί κρούστα και να μην βράζει απλώς μέσα της) σε καυτό τηγάνι, ώστε να εγκλωβίσω τους χυμούς του και δευτερευόντως ώστε να μην κολλά στο τηγάνι
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σοτάρισμα στη Βικιπαίδεια