Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σονάρισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σονάρισμα
τα
σοναρίσμα
τ
α
γενική
του
σοναρίσμα
τ
ος
των
σοναρισμά
τ
ων
αιτιατική
το
σονάρισμα
τα
σοναρίσμα
τ
α
κλητική
σονάρισμα
σοναρίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σονάρισμα
<
σονάρω
+
-ισμα
<
ιταλική
sonare
<
λατινική
sono
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σονάρισμα
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
σονάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σονάρισμα