Δείτε επίσης: στονάρω, σόναρ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σονάρω < ιταλική sonare < λατινική sono

σονάρω

  1. (ιδιωματικό) τραγουδώ τονικά σωστά
  2. (ιδιωματικό) βγάζω δυνατό ήχο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • σονάρωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • σονάρω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)