άντρας με σομπρέρο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σομπρέρο τα σομπρέρα
      γενική του σομπρέρου των σομπρέρων
    αιτιατική το σομπρέρο τα σομπρέρα
     κλητική σομπρέρο σομπρέρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σομπρέρο < (άμεσο δάνειο) ισπανική sombrero < sombra (σκιά)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σομπρέρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία