σομπρέρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σομπρέρο | τα | σομπρέρα |
γενική | του | σομπρέρου | των | σομπρέρων |
αιτιατική | το | σομπρέρο | τα | σομπρέρα |
κλητική | σομπρέρο | σομπρέρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σομπρέρο < (άμεσο δάνειο) ισπανική sombrero < sombra (σκιά)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασομπρέρο ουδέτερο