Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σοβιετισμός οι σοβιετισμοί
      γενική του σοβιετισμού των σοβιετισμών
    αιτιατική τον σοβιετισμό τους σοβιετισμούς
     κλητική σοβιετισμέ σοβιετισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σοβιετισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική soviétisme [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /so.vʝe.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σο‐βιε‐τι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σοβιετισμός αρσενικό

  1. (πολιτική) το πολιτικό σύστημα που βασίζεται στην εξουσία των εργατικών συμβουλίων (τα σοβιέτ)
  2. η πολιτική θεωρία και ιδεολογία που υποστηρίζει το προαναφερόμενο καθεστώς ή σύστημα
     αντώνυμα: αντισοβιετισμός [2]
  3. (κατ’ επέκταση) κομμουνισμός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. λήγουν σε -σοβιετισμός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)