αντισοβιετισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααντισοβιετισμός αρσενικό
- η εναντίωση στο σοβιετικό να πολιτικό σύστημα, στο καθεστώς εξουσίας των εργατικών συμβουλίων
- (ειδικότερα) η εναντίωση στο πολιτικό σύστημα και στο κράτος της Σοβιετικής Ένωσης
Συγγενικά
επεξεργασία- αντισοβιετικά
- αντισοβιετικός
- → δείτε τις λέξεις αντί και σοβιέτ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντισοβιετισμός