σμυρναίικο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σμυρναίικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σμυρναίικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zmiɾˈne.i.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμυρ‐ναί‐ι‐κο
Ουσιαστικό επεξεργασία
σμυρναίικο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Σμύρνη
Μεταφράσεις επεξεργασία
σμυρναίικο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
σμυρναίικο
- αιτιατική ενικού του σμυρναίικος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σμυρναίικος