σμπάρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σμπάρος | οι | σμπάροι |
γενική | του | σμπάρου | των | σμπάρων |
αιτιατική | τον | σμπάρο | τους | σμπάρους |
κλητική | σμπάρε | σμπάροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σμπάρος αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: με μία προσπάθεια επιτυγχάνονται δύο στόχοι
Μεταφράσεις επεξεργασία
σμπάρος