Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σμηγματικός η σμηγματική το σμηγματικό
      γενική του σμηγματικού της σμηγματικής του σμηγματικού
    αιτιατική τον σμηγματικό τη σμηγματική το σμηγματικό
     κλητική σμηγματικέ σμηγματική σμηγματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σμηγματικοί οι σμηγματικές τα σμηγματικά
      γενική των σμηγματικών των σμηγματικών των σμηγματικών
    αιτιατική τους σμηγματικούς τις σμηγματικές τα σμηγματικά
     κλητική σμηγματικοί σμηγματικές σμηγματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σμηγματικός < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zmi.ɣma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμη‐γμα‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

σμηγματικός, -ή , -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία