σμηγματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σμηγματικός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zmi.ɣma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σμη‐γμα‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
σμηγματικός, -ή , -ό
- που σχετίζεται με το σμήγμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
σμηγματικός
|