σκυριανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sciɾ.ʝaˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκυ‐ρια‐νός
Επίθετο
επεξεργασίασκυριανός, -η, -ο
- ο σχετικός με τη Σκύρο ή τους κατοίκους της
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκυριανός
|