Δείτε επίσης: Σκυριανός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκυριανός η σκυριανή το σκυριανό
      γενική του σκυριανού της σκυριανής του σκυριανού
    αιτιατική τον σκυριανό τη σκυριανή το σκυριανό
     κλητική σκυριανέ σκυριανή σκυριανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκυριανοί οι σκυριανές τα σκυριανά
      γενική των σκυριανών των σκυριανών των σκυριανών
    αιτιατική τους σκυριανούς τις σκυριανές τα σκυριανά
     κλητική σκυριανοί σκυριανές σκυριανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκυριανός < Σκυριανός < Σκύρ(ος) + -ιανός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sciɾ.ʝaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκυ‐ρια‐νός

  Επίθετο

επεξεργασία

σκυριανός, -η, -ο

  • ο σχετικός με τη Σκύρο ή τους κατοίκους της

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία