Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκούνα οι σκούνες
      γενική της σκούνας των σκουνών
    αιτιατική τη σκούνα τις σκούνες
     κλητική σκούνα σκούνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκούνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική scuna < αγγλική schooner
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκούνα θηλυκό

  • ιστιοφόρο, συνήθως με δύο κατάρτια από τα οποία το πρυμναίο κατάρτι είναι λίγο ψηλότερο (και συνήθως με τραπεζοειδές πανί) από το πλωραίο (που έχει συνήθως τριγωνικό πανί) και πολλές φορές έχει και τρίτο μικρότερο κατάρτι στην πρύμνη, με τριγωνικό πανί, για ιστιοδρομία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία