Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ημιολία οι ημιολίες
      γενική της ημιολίας των ημιολιών
    αιτιατική την ημιολία τις ημιολίες
     κλητική ημιολία ημιολίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημιολία < ημι- + λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ημιολία θηλυκό

  • τύπος ιστιοφόρου πλοίου δύο κατηγοριών:
    1. εμπορικό ή πολεμικό πλοίο που είχε δύο ιστούς (δικάταρτο) με τετραγωνικά ιστία (πανιά) στον πρωραίο ιστό, δηλαδή ακάτιο, δολώνιο (απλό ή διπλό) και προΐστια: φωσώνιο, παραδολώνιο και αρτέμωνες, ενώ στον πρυμναίο ιστό έφερε τριγωνικά ιστία: επίδρομο και λαίφο
       συνώνυμα: γολέτα, σκούνα, γολετόβρικο ή μυοπάρωνας
    2. εμπορικό ή πολεμικό πλοίο που είχε επίσης δύο ιστούς (δικάταρτο) στους οποίους και έφερε την ίδια ιστιοφορία του πρωραίου ιστού καθώς και αφαιρετό ακάτιο (ιστό) στη πρύμνη για ουριοδρομία

  Μεταφράσεις επεξεργασία