Δείτε επίσης: Σκούλος, σκούλλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκούλος οι σκούλοι
      γενική του σκούλου των σκούλων
    αιτιατική τον σκούλο τους σκούλους
     κλητική σκούλε σκούλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκούλος < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsku.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκού‐λος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκούλος αρσενικό

  1. η ράχη του σκεπαρνιού
  2. (ιδιωματικό, Κύθηρα) η φτέρνα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία