Δείτε επίσης: Σκουφάς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκουφάς οι σκουφάδες
      γενική του σκουφά των σκουφάδων
    αιτιατική τον σκουφά τους σκουφάδες
     κλητική σκουφά σκουφάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκουφάς < σκούφ(ος) + -άς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /skuˈfas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκου‐φάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκουφάς αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία