Δείτε επίσης: σκοποβολεῖον
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκοποβολείο τα σκοποβολεία
      γενική του σκοποβολείου των σκοποβολείων
    αιτιατική το σκοποβολείο τα σκοποβολεία
     κλητική σκοποβολείο σκοποβολεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκοποβολείο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκοποβολείο, -ου ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.