σκοποβολεῖον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκοποβολεῖον (μαρτυρείται από το 1858) [1] < → και δείτε τη λέξη σκοποβολείο
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκοποβολεῖον, -ου ουδέτερο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 225 - Λεωνίδας Παλάσκας, Αλέξανδρος Κουμελάς, Φίλιππος Ιωάννου, Ονοματολόγιον ναυτικόν. Εν Αθήναις: Εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, 1884 [Εισαγωγή, υπογεγραμμένη το 1858] @anemi