↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκλήρισμα τα σκληρίσματα
      γενική του σκληρίσματος των σκληρισμάτων
    αιτιατική το σκλήρισμα τα σκληρίσματα
     κλητική σκλήρισμα σκληρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκλήρισμα < σκληρίζω + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκλήρισμα ουδέτερο

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του σκληρίζω, το τσίριγμα
    ※  Ἔτσι σὲ κείνη τὴν παραζάλη κανένας δὲ θυμήθηκε πιὰ τὸ θερμαστὴ μὲ τὴν ἄρρωστη καρδιά, ὅταν ξαφνικὰ μιὰ δυνατὴ φωνή, ἕνα σκλήρισμα ξεχύθηκε στὸ λυπημένο ἀέρα τοῦ νοσοκομείου . Ἦταν ἕνα Ωωωωωχ ! ἀτέλειωτο καὶ φαινότανε νἄβγαινε ἀπὸ τὰ .. (Κ. Φαλτάϊτς, Η ναυμαχία της Έλλης: Ιστόρημα, Τύποις Δ. Δελή Μιλτιάδου, 1929, σελ. 32)
    ※  μόλις ο ύπνος τον ξαναπήρε, πετάχτηκε τρομαγμένος. Το σκλήρισμα γουρουνιού και ανδρικές φωνές τον έκαναν να καταλάβει πως είχαν έρθει οι μακελάρηδες να σφάξουν το ζώο (Μαίρη Κόντζογλου, Σκουριά και χρυσάφι: Νεγρεπόντε, 2020 [1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία