Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φῠλᾰκ-
ονομαστική / σκηνοφύλαξ οἱ/αἱ σκηνοφύλακες
      γενική τοῦ/τῆς σκηνοφύλακος τῶν σκηνοφυλάκων
      δοτική τῷ/τῇ σκηνοφύλακ τοῖς/ταῖς σκηνοφύλαξ(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν σκηνοφύλακ τοὺς/τὰς σκηνοφύλακᾰς
     κλητική ! σκηνοφύλαξ σκηνοφύλακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκηνοφύλακε
γεν-δοτ τοῖν  σκηνοφυλάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκηνοφύλαξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκηνοφύλαξ αρσενικό ή θηλυκό

  • φρουρός σκηνής ή στρατοπέδου
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 3, 2.5
    ταχὺ δὲ ταῦτα διαπραξάμενοι οἱ Βιθυνοὶ καὶ τοὺς σκηνοφύλακας τῶν Ὀδρυσῶν Θρᾳκῶν ἀποκτείναντες, ἀπολαβόντες πάντα τὰ αἰχμάλωτα ἀπῆλθον·
    Τούτοι τέλειωσαν γρήγορα ό,τι είχαν να κάνουν: σκότωσαν τους Οδρύσες που φύλαγαν τις σκηνές, πήραν όλα τα λάφυρα κι έφυγαν·
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία