σκατούλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκατούλι | τα | σκατούλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκατούλι | τα | σκατούλια |
κλητική | σκατούλι | σκατούλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκατούλι < σκατ(ό) + υποκοριστικό επίθημα -ούλι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skaˈtu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐τού‐λι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκατούλι ουδέτερο
- (οικείο, χαϊδευτικό) μικρό παιδί ή μωρό
- Κοίτα το σκατούλι, μπουσουλάει κιόλας!
- ≈ συνώνυμα: σκατούλικο
Συγγενικά
επεξεργασία- σκατούλα (θηλυκό)
- σκατουλάκι
- σκατούλης (αρσενικό)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκατούλι
|