σκατουλί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκατουλί < σκατό
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκατουλί ουδέτερο άκλιτο
- (ανεπίσημο) το χρώμα που έχουν τα κόπρανα, περίπου καφετί
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκατουλί
|
Δείτε επίσης : σκατούλι |
σκατουλί ουδέτερο άκλιτο
|