σκατοψυχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκατοψυχία < σκατόψυχος + -ία, αναλύεται σκατο- + -ψυχία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκατοψυχία θηλυκό
- ιδιότητα του σκατόψυχου, εγωπαθητική κακία, ιδιοτελής μικροπρέπεια, παντελής έλλειψη ενσυναίσθησης, χαιρεκακία