σκαρμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σκαρμός | οι | σκαρμοί |
γενική | του | σκαρμού | των | σκαρμών |
αιτιατική | τον | σκαρμό | τους | σκαρμούς |
κλητική | σκαρμέ | σκαρμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκαρμός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκαρμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκαλμός με ανομοίωση τρόπου άρθρωσης [lm] > [ɾm]. [1] Συγκρίνετε με το σκαλμός (όπως στα νέα ελληνικά).
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /skaɾˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκαρ‐μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκαρμός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκαρμός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκαρμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σκαρμός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκαλμός με ανομοίωση τρόπου άρθρωσης [lm] > [ɾm]. [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκαρμός αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σκαρμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- σκαρμός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)