σκαρλατίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκαρλατίνα | οι | σκαρλατίνες |
γενική | της | σκαρλατίνας | — | |
αιτιατική | τη | σκαρλατίνα | τις | σκαρλατίνες |
κλητική | σκαρλατίνα | σκαρλατίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκαρλατίνα < βενετική scarlatina < μεσαιωνική λατινική scarlatum < περσική سقرلات (saqerlât: ζεστό μάλλινο ύφασμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκαρλατίνα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σκαρλάτος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σκαρλατίνα