Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκανδιναυϊκός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σκανδιναυϊκ
ός
η
σκανδιναυϊκ
ή
το
σκανδιναυϊκ
ό
γενική
του
σκανδιναυϊκ
ού
της
σκανδιναυϊκ
ής
του
σκανδιναυϊκ
ού
αιτιατική
τον
σκανδιναυϊκ
ό
τη
σκανδιναυϊκ
ή
το
σκανδιναυϊκ
ό
κλητική
σκανδιναυϊκ
έ
σκανδιναυϊκ
ή
σκανδιναυϊκ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σκανδιναυϊκ
οί
οι
σκανδιναυϊκ
ές
τα
σκανδιναυϊκ
ά
γενική
των
σκανδιναυϊκ
ών
των
σκανδιναυϊκ
ών
των
σκανδιναυϊκ
ών
αιτιατική
τους
σκανδιναυϊκ
ούς
τις
σκανδιναυϊκ
ές
τα
σκανδιναυϊκ
ά
κλητική
σκανδιναυϊκ
οί
σκανδιναυϊκ
ές
σκανδιναυϊκ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκανδιναυϊκός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
σκανδιναυϊκός
παρωχημένη γραφή του
σκανδιναβικός