σκανδιναβός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκανδιναβός αρσενικό (θηλυκό σκανδιναβή)
- (σε επιθετική λειτουργία) ο Σκανδιναβός
- ⮡ Κάθε Σκανδιναβός έχει ιδιαίτερη σχέση με τη θάλασσα. Οι σκανδιναβοί ναυτικοί διακρίνονται για τη ναυτοσύνη τους.
Συγγενικά
επεξεργασία- σκανδιναβικός
- → και δείτε τη λέξη Σκανδιναβία
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκανδιναβός
|