σκανδιναβή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκανδιναβή θηλυκό
- (επιθετική λειτουργία) η Σκανδιναβή
- — Πας να παραλάβεις από το αεροδρόμιο τη σκανδιναβή φίλη σου;
- — Δεν είναι Σκανδιναβή, είναι Φινλανδή
Συγγενικά επεξεργασία
- σκανδιναβικός
- → και δείτε τη λέξη Σκανδιναβία