σκανδάληθρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σκανδάληθρον | τὰ | σκανδάληθρᾰ |
γενική | τοῦ | σκανδαλήθρου | τῶν | σκανδαλήθρων |
δοτική | τῷ | σκανδαλήθρῳ | τοῖς | σκανδαλήθροις |
αιτιατική | τὸ | σκανδάληθρον | τὰ | σκανδάληθρᾰ |
κλητική ὦ! | σκανδάληθρον | σκανδάληθρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκανδαλήθρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σκανδαλήθροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασκανδάληθρον, -ου ουδέτερο
- η σκανδάλη της παγίδας για το πιάσιμο των ζώων
- (μεταφορικά) δημιουργία παγίδων σε έναν διάλογο με διάφορα επιχειρήματα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 687 @scaife.perseus
- κᾆτʼ ἀνελκύσας ἐρωτᾷ σκανδάληθρʼ ἱστὰς ἐπῶν
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 687 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σκάνδαλον
Πηγές
επεξεργασία- σκανδάληθρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκανδάληθρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.