σκάγι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκάγι | τα | σκάγια |
γενική | του | σκαγιού | των | σκαγιών |
αιτιατική | το | σκάγι | τα | σκάγια |
κλητική | σκάγι | σκάγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκάγι ουδέτερο
Εκφράσεις επεξεργασία
- με παίρνουν τα σκάγια: με θεωρούν ένοχο και εμένα απλά και μόνο γιατί έχω πολύ στενή σχέση με την υπόθεση