↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η σιτόχρους το σιτόχρουν
      γενική του/της σιτόχρου του σιτόχρου
    αιτιατική τον/τη σιτόχρου το σιτόχρουν
     κλητική σιτόχρους* σιτόχρουν*
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιτόχροες τα σιτόχροα
      γενική των σιτοχρόων των σιτοχρόων
    αιτιατική τους/τις σιτόχροες τα σιτόχροα
     κλητική σιτόχροες σιτόχροα
* Η κλητική πτώση, σπάνια.
Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος.
Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιτόχρους < σιτ(ος) + -ό- + -χρους

  Επίθετο

επεξεργασία

σιτόχρους, -ους, -ουν

  • (χρώμα) που έχει το χρώμα του σιταριού

  Μεταφράσεις

επεξεργασία