σινί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σινί | τα | σινιά |
γενική | του | σινιού | των | σινιών |
αιτιατική | το | σινί | τα | σινιά |
κλητική | σινί | σινιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σινί < (άμεσο δάνειο) τουρκική sini < περσική سینی (sini)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασινί ουδέτερο
- (μαγειρική) μεγάλος χάλκινος σφυρήλατος δίσκος, πιο μεγάλος και πιο ρηχός από το ταψί
- ※ […] ὅταν, στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὁ Θεόδοτος σὲ φέρει
ἐπάνω σὲ σινὶ αἱματωμένο,
τοῦ ἀθλίου Πομπηΐου τὸ κεφάλι.- Κωνσταντίνος Καβάφης, Ο Θεόδοτος, στίχοι 10-12
- ※ […] ὅταν, στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὁ Θεόδοτος σὲ φέρει