σιλιχτάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασιλιχτάρης αρσενικό
- (παρωχημένο) άλλη γραφή του σελιχτάρης
- ※
- Τ' ασκέρι του Βελήπασα πήρε να γονατίση,
- Στον ντίν ντουσμάνη πολεμά την πλάτη να γυρίση.
- Κι' ο Σιλιχτάρης φώναξε «Αμέτι Μωχαμέτη»,
- Στον ντίν ντουσμάνη σήμερα να κάμωμε γαϊρέτη.
- Σε ελεύθερη απόδοση:
- Το ασκέρι του Βελήπασα ξεκίνησε για να υποτάξει
- τον άπιστο πολεμάει για να τον κάνει να υποχωρήσει
- και ο μπροστάρης / (αξιωματικός) τους φώναξε «Μωαμεθανοί»
- για τον άπιστο σήμερα να βάλουμε τα δυνατά μας
- Σπυρίδων Π. Αραβαντινός, Παναγιώτης Σταμ. Αραβαντινός, Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή, συγγραφείσα επί τη βάσει ανεκδότου έργου του Παναγιώτου Αραβαντινού, Αθήνα, τυπογραφείο Σπυρίδωνος Κουσουλίνου, 1895, σελ. 553 [1]
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σιλιχτάρης
→ δείτε τη λέξη σελιχτάρης |