↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιλιχτάρης οι σιλιχτάρηδες
      γενική του σιλιχτάρη των σιλιχτάρηδων
    αιτιατική τον σιλιχτάρη τους σιλιχτάρηδες
     κλητική σιλιχτάρη σιλιχτάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιλιχτάρης < τουρκική silâhdâr < silah (όπλο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιλιχτάρης αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία