Ετυμολογία

επεξεργασία
αμέτι μουχαμέτι < τουρκική ümmet-i Muhammed < ümmetiümmet-i) + Muhammed (κυριολεκτικά: «ο λαός του προφήτη» «Μωάμεθ» - οι Μωαμεθανοί, όπως αντίστοιχα ümmet-i Mûsâ - ο λαός του προφήτη Μωυσή - οι Εβραίοι, ümmet-i Îsâ - ο λαός του προφήτη Ιησού - οι Χριστιανοί)

  Έκφραση

επεξεργασία

αμέτι μουχαμέτι

  1. (παρωχημένο) ο λαός του Μωάμεθ, οι Μωαμεθανοί (σε ελληνικά κείμενα του 19ου αιώνα ή νωρίτερα, σε πολλές ορθογραφικές παραλλαγές / μεταγραφές, δες παρακάτω στο #Άλλες μορφές)
    ※ 
    Τ' ασκέρι του Βελήπασα πήρε να γονατίση,
    Στον ντίν ντουσμάνη πολεμά την πλάτη να γυρίση.
    Κι' ο Σιλιχτάρης φώναξε «Αμέτι Μωχαμέτη»,
    Στον ντίν ντουσμάνη σήμερα να κάμωμε γαϊρέτη.
    Σε ελεύθερη απόδοση:
    Το ασκέρι του Βελήπασα ξεκίνησε για να υποτάξει
    τον άπιστο πολεμάει για να τον κάνει να υποχωρήσει
    και ο μπροστάρης τους φώναξε «Μωαμεθανοί»
    για τον άπιστο σήμερα να βάλουμε τα δυνατά μας
    Σπυρίδων Π. Αραβαντινός, Παναγιώτης Σταμ. Αραβαντινός, Ιστορία Αλή Πασά του Τεπελενλή, συγγραφείσα επί τη βάσει ανεκδότου έργου του Παναγιώτου Αραβαντινού, Αθήνα, τυπογραφείο Σπυρίδωνος Κουσουλίνου, 1895, σελ. 553 [2]
  2. (προφορικό) οπωσδήποτε, πεισματικά, ντε και καλά, με κάθε τρόπο
    ο μικρός Πασκάλ εκεί: το 'χε βάλει αμέτι μουχαμέτι να μάθει άλγεβρα και γεωμετρία. (Εφημερίδα των Συντακτών, 04/12/2016 *)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Από ελληνικές πηγές του 19ου αιώνα[1]

  • ιμέτι Μουχαμέτη
  • ουμέτι Μουαμέτη
  • αμέτη μουχαμέτη
  • ιμέτι Μωχαμέτη
  • αμέτη Μωαμέτη
  • αμέτ μουχαμέτ

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Το αμέτι μουχαμέτι και η διαδρομή του, sarantakos.wordpress.com, 21/2/2021 [1]