ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σητόβρωτος τὸ σητόβρωτον
      γενική τοῦ/τῆς σητοβρώτου τοῦ σητοβρώτου
      δοτική τῷ/τῇ σητοβρώτ τῷ σητοβρώτ
    αιτιατική τὸν/τὴν σητόβρωτον τὸ σητόβρωτον
     κλητική ! σητόβρωτε σητόβρωτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σητόβρωτοι τὰ σητόβρωτ
      γενική τῶν σητοβρώτων τῶν σητοβρώτων
      δοτική τοῖς/ταῖς σητοβρώτοις τοῖς σητοβρώτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς σητοβρώτους τὰ σητόβρωτ
     κλητική ! σητόβρωτοι σητόβρωτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σητοβρώτω τὼ σητοβρώτω
      γεν-δοτ τοῖν σητοβρώτοιν τοῖν σητοβρώτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σητόβρωτος < αρχαία ελληνική σής, σητ(ός) + -ό- + -βρωτος (< βρωτός)

  Επίθετο

επεξεργασία

σητόβρωτος, -ος, -ον

Συνώνυμα

επεξεργασία