σητόβρωτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | σητόβρωτος | τὸ | σητόβρωτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | σητοβρώτου | τοῦ | σητοβρώτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | σητοβρώτῳ | τῷ | σητοβρώτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | σητόβρωτον | τὸ | σητόβρωτον | ||
κλητική ὦ! | σητόβρωτε | σητόβρωτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | σητόβρωτοι | τὰ | σητόβρωτᾰ | ||
γενική | τῶν | σητοβρώτων | τῶν | σητοβρώτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | σητοβρώτοις | τοῖς | σητοβρώτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | σητοβρώτους | τὰ | σητόβρωτᾰ | ||
κλητική ὦ! | σητόβρωτοι | σητόβρωτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σητοβρώτω | τὼ | σητοβρώτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σητοβρώτοιν | τοῖν | σητοβρώτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σητόβρωτος < αρχαία ελληνική σής, σητ(ός) + -ό- + -βρωτος (< βρωτός)
Επίθετο
επεξεργασίασητόβρωτος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που έχει φαγωθεί από τον σκόρο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- σητόβρωτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σητόβρωτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .