Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σημειογραφικός η σημειογραφική το σημειογραφικό
      γενική του σημειογραφικού της σημειογραφικής του σημειογραφικού
    αιτιατική τον σημειογραφικό τη σημειογραφική το σημειογραφικό
     κλητική σημειογραφικέ σημειογραφική σημειογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σημειογραφικοί οι σημειογραφικές τα σημειογραφικά
      γενική των σημειογραφικών των σημειογραφικών των σημειογραφικών
    αιτιατική τους σημειογραφικούς τις σημειογραφικές τα σημειογραφικά
     κλητική σημειογραφικοί σημειογραφικές σημειογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σημειογραφικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σημειογραφικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία