Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σημαδευτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σημαδευτ
ός
η
σημαδευτ
ή
το
σημαδευτ
ό
γενική
του
σημαδευτ
ού
της
σημαδευτ
ής
του
σημαδευτ
ού
αιτιατική
τον
σημαδευτ
ό
τη
σημαδευτ
ή
το
σημαδευτ
ό
κλητική
σημαδευτ
έ
σημαδευτ
ή
σημαδευτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σημαδευτ
οί
οι
σημαδευτ
ές
τα
σημαδευτ
ά
γενική
των
σημαδευτ
ών
των
σημαδευτ
ών
των
σημαδευτ
ών
αιτιατική
τους
σημαδευτ
ούς
τις
σημαδευτ
ές
τα
σημαδευτ
ά
κλητική
σημαδευτ
οί
σημαδευτ
ές
σημαδευτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σημαδευτός
<
σημαδεύω
+
-τός
Επίθετο
επεξεργασία
σημαδευτός
άλλη μορφή
του
σημαδεμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σημαδευτός
→
δείτε
τη λέξη
σημαδεμένος