σημαδευτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασημαδευτής αρσενικό, σημαδεύτρια θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σημαδευτής
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασημαδευτής
σημαδευτής αρσενικό, σημαδεύτρια θηλυκό
|
σημαδευτής