Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σερραίικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σερραίικ
ος
η
σερραίικ
η
το
σερραίικ
ο
γενική
του
σερραίικ
ου
της
σερραίικ
ης
του
σερραίικ
ου
αιτιατική
τον
σερραίικ
ο
τη
σερραίικ
η
το
σερραίικ
ο
κλητική
σερραίικ
ε
σερραίικ
η
σερραίικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σερραίικ
οι
οι
σερραίικ
ες
τα
σερραίικ
α
γενική
των
σερραίικ
ων
των
σερραίικ
ων
των
σερραίικ
ων
αιτιατική
τους
σερραίικ
ους
τις
σερραίικ
ες
τα
σερραίικ
α
κλητική
σερραίικ
οι
σερραίικ
ες
σερραίικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σερραίικος
<
Σερραίος
+
-ικος
Επίθετο
επεξεργασία
σερραίικος, -η, -ο
που έχει σχέση με τις
Σέρρες
ή τους
Σερραίους
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συνώνυμα
επεξεργασία
σερραϊκός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
Σέρρες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σερραίικος
→
δείτε
τη λέξη
σερραϊκός