σεπέτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σεπέτι | τα | σεπέτια |
γενική | του | σεπετιού | των | σεπετιών |
αιτιατική | το | σεπέτι | τα | σεπέτια |
κλητική | σεπέτι | σεπέτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σεπέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική sepet < περσική سبد (sabad)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σεπέτι ουδέτερο