σενεγαλέζικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σενεγαλέζικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
σενεγαλέζικος, -η, -ο
- που προέρχεται από τη Σενεγάλη ή αναφέρεται στη χώρα αυτή και τους Σενεγαλέζους
Μεταφράσεις επεξεργασία
σενεγαλέζικος