↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σεισμολογικός η σεισμολογική το σεισμολογικό
      γενική του σεισμολογικού της σεισμολογικής του σεισμολογικού
    αιτιατική τον σεισμολογικό τη σεισμολογική το σεισμολογικό
     κλητική σεισμολογικέ σεισμολογική σεισμολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σεισμολογικοί οι σεισμολογικές τα σεισμολογικά
      γενική των σεισμολογικών των σεισμολογικών των σεισμολογικών
    αιτιατική τους σεισμολογικούς τις σεισμολογικές τα σεισμολογικά
     κλητική σεισμολογικοί σεισμολογικές σεισμολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σεισμολογικός < σεισμολόγος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

σεισμολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία