σεισμογραφικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεισμογραφικό < σεισμογραφικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεισμογραφικό ουδέτερο
- πλοίο που χρησιμοποιείται σε επιστημονικά αντισεισμικά ερευνητικά προγράμματα σε θαλάσσιες περιοχές
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σεισμογραφικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασεισμογραφικό
- αιτιατική ενικού του σεισμογραφικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σεισμογραφικός