↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαϊεντολογικός η σαϊεντολογική το σαϊεντολογικό
      γενική του σαϊεντολογικού της σαϊεντολογικής του σαϊεντολογικού
    αιτιατική τον σαϊεντολογικό τη σαϊεντολογική το σαϊεντολογικό
     κλητική σαϊεντολογικέ σαϊεντολογική σαϊεντολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαϊεντολογικοί οι σαϊεντολογικές τα σαϊεντολογικά
      γενική των σαϊεντολογικών των σαϊεντολογικών των σαϊεντολογικών
    αιτιατική τους σαϊεντολογικούς τις σαϊεντολογικές τα σαϊεντολογικά
     κλητική σαϊεντολογικοί σαϊεντολογικές σαϊεντολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαϊεντολογικός < σαϊεντολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

σαϊεντολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία