Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σατανισμός οι σατανισμοί
      γενική του σατανισμού των σατανισμών
    αιτιατική τον σατανισμό τους σατανισμούς
     κλητική σατανισμέ σατανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σατανισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική satanisme < λατινικά Satan < ελληνιστική κοινή Σαταν(ᾶς) + ‑isme < ‑ισμός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sa.ta.niˈzmos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σατανισμός αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία