σατανισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σατανισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική satanisme < λατινικά Satan < ελληνιστική κοινή Σαταν(ᾶς) + ‑isme < ‑ισμός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sa.ta.niˈzmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίασατανισμός αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σατανισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας