σαρκωμάτωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σαρκωμάτωση | οι | σαρκωματώσεις |
γενική | της | σαρκωμάτωσης* | των | σαρκωματώσεων |
αιτιατική | τη | σαρκωμάτωση | τις | σαρκωματώσεις |
κλητική | σαρκωμάτωση | σαρκωματώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σαρκωματώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαρκωμάτωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαρκωμάτωση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σαρκωμάτωση
|